- ωκυπέδιλος
- -ον, ΜΑ(ποιητ. τ.) ωκύπους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + πέδιλον (πρβλ. εὐρυ-πέδιλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὠκυπέδιλος — ὠκῡπέδιλος , ὠκῦπέδιλος with swift sandals masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)